παγερώτερον

παγερώτερον
παγερός
frosty
adverbial comp
παγερός
frosty
masc acc comp sg
παγερός
frosty
neut nom/voc/acc comp sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παγερός — ή, ὁ (ΑΜ παγερός, ά, όν) ψυχρός σαν πάγος, παγωμένος, παγετώδης νεοελλ. 1. μτφ. (για τρόπο, στάση και συμπεριφορά) αυτός που χαρακτηρίζεται από έλλειψη χάρης και ζεστασιάς, κρύος, σχεδόν εχθρικός («παγερή χειρονομία») 2. συνεκδ. απρόθυμος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”